- προΐπταμαι
- προΐπτᾰμαι,A fly before, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προΐπταμαι — Μ πετώ προηγουμένως ή πετώ πριν από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek